- ἀρχοντίας
- ἀ̱ρχοντίᾱς , ἀρχοντιάωwish to be rulerimperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀρχοντίᾱς , ἀρχοντιάωwish to be rulerimperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αρχοντιά — η (Μ ἀρχοντιά και ία) [άρχων] 1. η αρχοντική συμπεριφορά («και τ όνομα του νιούτσικου Ρωτόκριτο το λέγα ήτονε τσ αρετής πηγή και τσ αρχοντιάς η φλέγα») 2. το να είναι κανείς άρχοντας, να έχει ευγενική καταγωγή ή να κατέχει κάποιο αξίωμα 3. τα… … Dictionary of Greek